βαρύλυπος

βαρύλυπος
η , ο [ος , ον ] сильно огорчённый, опечаленный, удручённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βαρύλυπος" в других словарях:

  • βαρύλυπος — η, ο (Α βαρύλυπος, ον) βαριά λυπημένος, περίλυπος …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • Χρηστομάνος, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1867 – 1911). Έλληνας λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης. Φοίτησε για ένα διάστημα στην ιατρική σχολή της Αθήνας και ύστερα στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Βιέννης (1888). Από μια παράξενη συγκυρία έγινε δάσκαλος της ελληνικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»